Ο καρκίνος του μαστού είναι ο συχνότερος καρκίνος του γυναικείου πληθυσμού στις
ανεπτυγμένες χώρες του Δυτικού κόσμου.
Στη χώρα μας έχουμε περισσότερες από 5000 νέες περιπτώσεις καρκίνου του μαστού κάθε χρόνο.
Αποτελεί συνολικά τη 2 η αιτία θανάτου των γυναικών από κακοήθες νεόπλασμα και την 1 η αιτία θανάτου των γυναικών μεταξύ 45-60 ετών.
Η συχνότητά του αυξάνει μέχρι την ηλικία των 75 ετών, ενώ ελαττώνεται σημαντικά μέχρι την ηλικία των 40 ετών, και απουσιάζει σχεδόν πλήρως κάτω των 25 ετών.
Πέραν, όμως, των στατιστικών και επιδημιολογικών χαρακτήρων της νόσου, θα πρέπει να εστιάσουμε πρωτίστως στην πρόληψη, η οποία θα οδηγήσει στην έγκαιρη διάγνωση και κατ’επέκταση στη θεραπεία. Αρχικά θα πρέπει να ληφθούν υπόψιν οι προδιαθεσικοί παράγοντες κινδύνου όπως είναι το φύλο, το θετικό οικογενειακό ιστορικό (συγγενείς, κυρίως α βαθμού), το κληρονομικό ιστορικό, καθώς και ποικίλοι κοινωνικοί παράγοντες όπως η έλλειψη άσκησης, η παχυσαρκία , αλλά και ιατρικοί παράγοντες όπως η χρήση ορμονών, κυρίως μεταεμμηνοπαυσιακά.
Το γεγονός πως ο καρκίνος του μαστού δεν παρουσιάζει κλινική συμπτωματολογία, στα αρχικά στάδια, καθιστά απαραίτητη τη σωστή συμβουλευτική από τον εκάστοτε θεράποντα ιατρό γυναικολόγο, όσον αφορά τη συστηματική ψηλάφηση, και την άμεση ενημέρωσή του σε περίπτωση εύρεσης ψηλαφητού μορφώματος, ή αλλαγής του δέρματος, ή της θηλής του μαστού.
Στις μέρες μας η καθιέρωση του προληπτικού ελέγχου των υγιών γυναικών με τη
ψηφιακή μαστογραφία και το υπερηχογράφημα μαστών, η χρήση νέων τεχνολογιών (μαγνητική μαστού), βιοδεικτών, των γονιδίων BRCA1-BRCA2, έχει οδηγήσει τόσο στην έγκαιρη διάγνωση, όσο και στην ανάπτυξη στοχευμένων και εξατομικευμένων θεραπειών, μειώνοντας συγχρόνως την ανάγκη για χειρουργική παρέμβαση.
Συμπερασματικά, θα πρέπει να τονίσουμε πως ο καρκίνος του μαστού δεν απoτελεί απλά μια νόσο, αλλά ένα κοινωνικό πρόβλημα των ημερών μας με ποικίλες προεκτάσεις. Η ολιστική του αντιμετώπιση θα πρέπει να στηριχτεί στο δικαίωμα της κάθε γυναίκας στην πρόληψη, αλλά και στην ευθύνη μιας ολόκληρης επιστημονικής ομάδας από τη διάγνωση μέχρι και τη θεραπεία του.
Με εκτίμηση,
Γεώργιος Κιούσης